- ενθουσιάζω
- ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ.1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη.2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ' ενθουσιάζει.3. το μέσ., ενθουσιάζομαι πάλλομαι από ενθουσιασμό, κυριεύομαι από ευχάριστο συναίσθημα: Φύγαμε ενθουσιασμένοι από τη φιλοξενία τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.